




Γράφει η ε. Δικηγόρος - Ιστορικός Λύντια Τρίχα
Παρά το ότι οι νομικοί αποτελούσαν πάντα το σημαντικότερο τμήμα της ελίτ που περιστοίχιζε την εξουσία, οι δικηγόροι, από τα μέσα ήδη του 19ου αιώνα, αντιμετώπιζαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους ποικίλα προβλήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία παρέμειναν διαχρονικά: ο μεγάλος αριθμός τους, η άνιση κατανομή της πελατείας, η άσκηση δικηγορίας από τους βουλευτές, η έλλειψη καταλλήλων δικαστικών αιθουσών, η απαξιωτική συμπεριφορά ορισμένων δικαστών και η καθυστέρηση της εκδίκασης των υποθέσεων και της έκδοσης των αποφάσεων.
Στη λύση των προβλημάτων αυτών θα συντελούσε αποτελεσματικά η ύπαρξη ενός συλλογικού οργάνου, ενός δικηγορικού συλλόγου. Ωστόσο οι δικηγόροι, αυτοί που υπερασπίζονταν συνεχώς τα συμφέροντα των άλλων, όταν κλήθηκαν να συνασπισθούν για να υπερασπίσουν τα δικά τους συμφέροντα, στάθηκε αδύνατο να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να ασκήσουν αποτελεσματικά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Μια μικρή μόνο ομάδα ασχολήθηκε με τη σύσταση και τη δραστηριοποίηση δικηγορικών συλλόγων στην πρωτεύουσα και τις επαρχίες.
Στην Αθήνα, από τη συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι το 1864 μέχρι τη νομοθετική ίδρυση του σημερινού Δικηγορικού Συλλόγου, ιδρύθηκαν και διαλύθηκαν πέντε διαδοχικοί Δικηγορικοί Σύλλογοι, που είχαν τη μορφή σωματείου. Η πρώτη προσπάθεια ίδρυσης δικηγορικού συλλόγου έγινε το 1865. Ο σύλλογος αυτός, μακροβιότερος όλων των επόμενων, δραστηριοποιήθηκε επί μια δεκαετία περίπου, μελετώντας τα προβλήματα των μελών του, προτείνοντας νομοθετικές μεταρρυθμίσεις και λαμβάνοντας θέση σε επίκαιρα θέματα εθνικής σημασίας. Παρόμοια δραστηριότητα είχαν και οι επόμενοι σύλλογοι που ιδρύθηκαν το 1883, το 1893, το 1902 και το 1905.
Ο Γεώργιος Ρούφος ήταν ο πρώτος που πρότεινε στη Βουλή τη νομοθετική σύσταση δικηγορικών συλλόγων το 1877 και οι Αθηναίοι δικηγόροι εξέλεξαν το 1878 επιτροπή καθηγητών που συνέταξε ένα νομοσχέδιο. Στη Βουλή όμως το πρώτο νομοσχέδιο θα κατατεθεί από τον Γεώργιο Φιλάρετο το 1884 και θα υποβληθεί ξανά το 1891, χωρίς να συζητηθεί. Νέο νομοσχέδιο θα καταρτισθεί από την κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη το 1892, η οποία το 1894 θα αναθέσει στον τότε υπάρχοντα, τρίτο κατά σειρά, Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών τη σύνταξη άλλου. Το νομοσχέδιο αυτό θα κατατεθεί το 1896 στη Βουλή, αλλά δεν θα ψηφισθεί.
Ο πέμπτος και τελευταίος πρώιμος Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, του 1905, επικέντρωσε τη δράση του στις προσπάθειες για την ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου. Αφού το επεξεργάσθηκε, το ενεχείρισε υπό νέα μορφή στην κυβέρνηση Ιωάννη Θεοτόκη το 1907, η οποία το παρέδωσε στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή. Ο νόμος ΓΤΙΖ΄ (3317) περί δικηγορικών συλλόγων, βασισμένος ουσιαστικά στο νομοσχέδιο που είχε συντάξει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών το 1896, ψηφίσθηκε τελικά τον Δεκέμβριο του 1908, τριάντα χρόνια μετά τη σύνταξη του πρώτου νομοσχεδίου.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1909 οι δικηγόροι της Αθήνας συνήλθαν για τη συγκρότηση του σημερινού Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, την εκλογή του Διοικητικού Συμβουλίου του και την εκλογή των δικηγόρων μελών του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Καθώς όμως για την εκλογή τους απαιτείτο απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, οι αρχαιρεσίες διήρκεσαν δεκαπέντε ημέρες! Ψήφισαν 616 δικηγόροι ενώ οι υποψήφιοι σύμβουλοι είχαν υπερβεί τους 110. Πρώτος πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου εκλέχθηκε ο Κωνσταντίνος Έσσλιν και αντιπρόεδρος ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν.
Ο Σύλλογος ξεκίνησε τη δραστηριότητά του με μεγάλο ενθουσιασμό και με την επίμονη εργασία των Διοικητικών Συμβουλίων του, τη συζήτηση και τη σύνταξη νομοσχεδίων, την οργάνωση συνεδρίων, την αντιμετώπιση των προβλημάτων του κλάδου, τη δημιουργία των ασφαλιστικών ταμείων και την προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, επέβαλε τη δυναμική σημερινή του παρουσία.
Οι πρώτες εκλογές, 1909
Το χρονικό της διεξαγωγής των εκλογών διασώθηκε χάρη στον αθηναϊκό τύπο που δημοσίευε σχεδόν καθημερινά την πορεία τους. Η περιγραφή μάλιστα της πρώτης συνέλευσης, κατά την οποία εκλέχθηκε ο πρόεδρος, δημοσιεύθηκε ως πρωτοσέλιδο. Τέτοια ήταν η σημασία της νομοθετικής ίδρυσης του Δικηγορικού Συλλόγου για όλη την κοινωνία.
Οι αρχαιρεσίες άρχισαν με την εκλογή του προέδρου, κατόπιν εκλέχθηκε ο αντιπρόεδρος και ακολούθησε η εκλογή του γραμματέα και του ταμία, για τους οποίους χρειάσθηκε να γίνει και δεύτερη ψηφοφορία για να επιτευχθεί η απόλυτη πλειοψηφία. Μετά την εκλογή του προεδρείου άρχισαν οι ψηφοφορίες για την εκλογή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και οι αρχαιρεσίες τελείωσαν με την εκλογή των δικηγόρων μελών του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Ο εκλογικός κατάλογος βάσει του οποίου διενεργήθηκαν οι εκλογές είχε αποσταλεί από το υπουργείο Δικαιοσύνης και περιείχε τα ονόματα όλων των δικηγόρων που δικηγορούσαν στην Αθήνα το 1864 καθώς και όσους διορίσθηκαν έκτοτε και μέχρι το 1909. Στον κατάλογο αυτόν, ο οποίος προφανώς δεν είχε ποτέ εκκαθαρισθεί και ασφαλώς περιείχε και αρκετούς νεκρούς, ήταν εγγεγραμμένοι 1.387 δικηγόροι. Οι πρώτες ψηφοφορίες, κατά τις οποίες εκλέχθηκε το προεδρείο του Συλλόγου είχαν βέβαια την μεγαλύτερη προσέλευση: την πρώτη ημέρα αναφέρονται 597 ψηφίσαντες και τη δεύτερη 616. Στις επόμενες ψηφοφορίες ο αριθμός των παρόντων μειώθηκε σημαντικά και κυμάνθηκε από 526 μέχρι 442. Για την εκλογή των δικηγόρων που θα συμμετείχαν στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο ψήφισαν πολύ λιγότεροι: 402 την πρώτη ημέρα και 286 την τελευταία.
Πρόεδρος της συνέλευσης κατά τον νόμο έπρεπε να ορισθεί ο αρχαιότερος δικηγόρος, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, σε ανάρρωση κατά την περίοδο αυτή. Έτσι την προεδρία των συνεδριάσεων ανέλαβε, ως αμέσως επόμενος, ο 78χρονος Σίμος Μπαλάνος, που είχε ορισθεί δικηγόρος το 1857 και ασκούσε επιτυχώς το επάγγελμα επί 52 χρόνια.
Υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου ήταν ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος και ο κατά 15 χρόνια νεώτερός του Κωνσταντίνος Έσσλιν, ο οποίος και εκλέχθηκε. Αναφέρεται ότι ούτε ο Έσσλιν ούτε ο Κωνσταντόπουλος προσήλθαν να ψηφίσουν, δεν εμφανίσθηκαν δε καν στην αίθουσα του Πρωτοδικείου όπου γινόταν η ψηφοφορία.
Για τη θέση του αντιπροέδρου υποψήφιος ήταν ουσιαστικά μόνον ο Ρακτιβάν, γιατί ο συνυποψήφιός του Αντώνιος Μομφεράτος δεν αποδέχθηκε την υποψηφιότητά του, που είχε τεθεί εν αγνοία του. Για τη θέση του γραμματέα αρχικά ήταν τέσσερις υποψήφιοι, μετά την πρώτη όμως άγονη ψηφοφορία οι δύο υποχώρησαν υπέρ του αρχαιότερου Τιμολέοντα Ηλιόπουλου, ο οποίος και εκλέχθηκε. Για τη θέση του ταμία οι υποψήφιοι ήταν τρεις. Όταν άρχισε η ψηφοφορία για την εκλογή των απλών μελών, οι υποψήφιοι έφθασαν τους 100. Αν σκεφθεί κανείς ότι ψήφισαν 616 δικηγόροι, ο ένας στους έξι δικηγόρους ήταν υποψήφιος!
Οι υποψηφιότητες δεν υποβάλλονταν από τους υποψήφιους, αλλά από τους ψηφίζοντες, συχνά δε εν αγνοία του υποψηφίου. Η ψηφοφορία διαρκούσε περίπου δυόμισι ώρες, η διαδικασία όμως της διαλογής των ψήφων ήταν χρονοβόρα, ιδίως στις ψηφοφορίες για την εκλογή των απλών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, κατά τις οποίες ήταν πολλοί υποψήφιοι και η διαλογή διαρκούσε πάνω από 10 ώρες.
Ο τόσο μεγάλος αριθμός υποψηφίων καθιστούσε πολύ δύσκολη την επίτευξη της απαιτούμενης απόλυτης πλειοψηφίας και η αναγκαστική επανάληψη της ψηφοφορίας κούρασε δικαίως τους δικηγόρους, που έπρεπε να προσέρχονται καθημερινά για να ψηφίσουν. Παρά τον αυξανόμενο εκνευρισμό όμως, δεν έγιναν δεκτές οι προτάσεις των πιο ανυπόμονων είτε να εκλεγούν τα υπόλοιπα μέλη δια βοής είτε να περιορισθεί ο αριθμός των υποψηφίων στους διπλάσιους από τις υπολειπόμενες θέσεις.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1909 οι δικηγόροι των Αθηνών μετά από εκλογές που διήρκεσαν μισό μήνα, εξέλεξαν το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου! Επτά από τα μέλη που εκλέχθηκαν είχαν ασχοληθεί και στο παρελθόν με τη διοίκηση και τη δράση των προηγούμενων βραχύβιων Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών (Έσσλιν, Ρακτιβάν, Φιλάρετος, Ευκλείδης, Μομφεράτος, Μαριολόπουλος και Σημίτης), ενώ ο Τιμολέων Ηλιόπουλος ήταν γιος του Ευσταθίου Ηλιόπουλου, του προέδρου του πρώτου Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών που ιδρύθηκε το 1865.
Ως προς το θέμα της ηλικίας των μελών του πρώτου αυτού Διοικητικού Συμβουλίου παρατηρούμε τα εξής: Νεώτερος όλων ήταν ο Ρακτιβάν, 44 ετών. Ο ημερήσιος τύπος υποστήριζε ότι στις θέσεις των απλών μελών του συμβουλίου οι δικηγόροι είχαν αποφασίσει να εκλέξουν νεώτερους συνάδελφους, ώστε να είναι κατά τεκμήριο πιο δραστήριοι. Ωστόσο από τους εκλεγέντες δύο μόνο ήταν κάτω των 50 ετών: 47 χρονών ο ένας και 49 ο άλλος. Σύμφωνα δε με τις εκτιμήσεις της εποχής, οι νεώτεροι δικηγόροι ψήφισαν για πρόεδρο τον 77χρονο Κωνσταντόπουλο, ενώ οι μέσης ηλικίας, που φαίνεται ότι ήταν και περισσότεροι, ψήφισαν τον κατά 15 χρόνια νεώτερό του Έσσλιν.
Το τέλος των αρχαιρεσιών εορτάσθηκε με γεύμα στο ξενοδοχείο «Ακταίον», στο οποίο παραβρέθηκαν περισσότεροι από 200 δικηγόροι. Το γεύμα άρχισε με την πρόποση του Κωνσταντίνου Ρακτιβάν, ο οποίος προσέφερε στον Σίμο Μπαλάνο ένα επάργυρο κύπελλο εκ μέρους όλων των δικηγόρων, ευχαριστώντας τον για την άψογη διεξαγωγή των εκλογών.
Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο
Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο ήταν δεκαπενταμελές και απαρτίσθηκε από καταξιωμένους νομικούς, οι περισσότεροι των οποίων είχαν πλούσιο συγγραφικό έργο, άλλοι ήταν καθηγητές της Νομικής Σχολής, άλλοι πρώην δικαστές και άλλοι πολιτευόμενοι.
Πρόεδρος: Κωνσταντίνος Έσσλιν (1844-1920), διακεκριμένος αστικολόγος, υπέρμαχος της συνταγματικής αναθεώρησης, πρόεδρος του πρώιμου Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών του 1893, πολιτευόμενος από το 1881 και μετέπειτα βουλευτής Αττικής και πρόεδρος της αναθεωρητικής Βουλής του 1910.
Αντιπρόεδρος: Κωνσταντίνος Ρακτιβάν (1865-1935), πρώην δικαστής, μετέπειτα πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (1910-1912), βουλευτής Αττικής, βασικός εισηγητής των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων του 1911, πρώτος γενικός διοικητής της Μακεδονίας, υπουργός Δικαιοσύνης, Εσωτερικών και Παιδείας επί Βενιζέλου, ακαδημαϊκός και πρόεδρος της Ακαδημίας, πρώτος πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας, νομικός με πλούσιο συγγραφικό έργο.
Γραμματεύς: Τιμολέων Ηλιόπουλος (1856-1932), υφηγητής του ποινικού δικαίου, μετέπειτα καθηγητής και ακαδημαϊκός, μέλος της προπαρασκευαστικής επιτροπής Ποινικού Κώδικος και Ποινικής Δικονομίας και της επιτροπής αναθεωρήσεως του Συντάγματος, βουλευτής Αττικής και υπουργός Δικαιοσύνης το 1916, πρόεδρος του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός», νομικός με πλούσιο συγγραφικό έργο.
Ταμίας: Σπυρίδων Γκίνης (~1862- ;), καταγόμενος από τη Λευκάδα.
Μέλη: Θεόδωρος Παπαγιαννόπουλος (1849- ;), καταγόμενος από τη Γορτυνία.
Γεώργιος Φιλάρετος (1843-1929), δικηγόρος, δημοσιογράφος και πολιτικός εκλεγόμενος στον Βόλο, υπέρμαχος της αβασίλευτης δημοκρατίας, με πλούσιο νομικό και πολιτικό συγγραφικό έργο, εκδότης των εφημερίδων «Εύβοια» (1876-1881) στη Χαλκίδα και «Ριζοσπάστης» (1908-1910) στην Αθήνα, πρωτοστάτης της νομοθετικής ρύθμισης των δικηγορικών συλλόγων, υπουργός Δικαιοσύνης το 1892.
Αντώνιος Μομφεράτος (1852-1924), διακεκριμένος αστικολόγος, εκλεγόμενος βουλευτής στην Κεφαλλονιά, μετέπειτα καθηγητής αστικού δικαίου και νομικός σύμβουλος του Πανεπιστημίου, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης (1899) και Παιδείας (1902) και μετέπειτα Εξωτερικών (1916), νομικός με πλούσιο συγγραφικό έργο.
Ιωάννης Ευκλείδης (1850-1920), αστικολόγος, πρόεδρος του πρώιμου Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών που είχε ιδρυθεί το 1905 και αποφασιστικός συντελεστής της ψήφισης του νόμου περί δικηγορικών συλλόγων, μέλος της επιτροπής σύνταξης του Αστικού Κώδικα, νομικός με πλούσιο συγγραφικό έργο.
Θεόδωρος Μαριολόπουλος (1849- ;), πρώην πολιτευόμενος στην Μαντινεία.
Μιχαήλ Κωτσάκος (1845-1913;), πρώην βουλευτής Άργους, μετέπειτα αντιπρόεδρος του Συλλόγου.
Σπυρίδων Σημίτης (~1860-1914), υφηγητής εμπορικού δικαίου, μετέπειτα πρόεδρος της επιτροπής σύνταξης του Εμπορικού Κώδικα, νομικός με πλούσιο συγγραφικό έργο. Παππούς του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Σημίτη.
Απόστολος Λυμπεράκης (~1850- ;), καταγόμενος από το Μεσολόγγι.
Ιωάννης Φραγκιάς (1851-1929;), πρώην δικηγόρος Σύρου, ένας από τους συντάκτες της «Δικαστικής Εφημερίδος» που εκδιδόταν κατά τη δεκαετία του 1880 στη Σύρο.
Κωνσταντίνος Πολυγένης (1862-1935), καθηγητής ρωμαϊκού και βυζαντινού δικαίου, μετέπειτα βουλευτής Αργολίδος και υπουργός Παιδείας (1922), νομικός με πλούσιο συγγραφικό έργο.
Αριστομένης Θεοδωρίδης (1841-1924), πρώην αρεοπαγίτης, νομικός σύμβουλος του κράτους, εκδότης της εφημερίδας «Ευνομία» στον Πύργο, είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με το σταφιδικό ζήτημα και είχε διατελέσει διευθυντής της Σταφιδικής Τράπεζας, μετέπειτα βουλευτής Αττικής.